- καταγγελτικός
- κατ-αγγελτικός, ή, όν, ankündigend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καταγγελτικός — καταγγελτικός, ή, όν (AM) [καταγγέλλω] αυτός που αναγγέλλει κάτι, που γνωστοποιεί κάτι («καταγγελτικὸν τῆς θυσίας», Ηλιόδ.) … Dictionary of Greek
καταγγελτικά — καταγγελτικός announcing neut nom/voc/acc pl καταγγελτικά̱ , καταγγελτικός announcing fem nom/voc/acc dual καταγγελτικά̱ , καταγγελτικός announcing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγγελτικόν — καταγγελτικός announcing masc acc sg καταγγελτικός announcing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγγελτικοῖς — καταγγελτικός announcing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγγελτικοί — καταγγελτικός announcing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)